Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δασμολογητέος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασμολογητέος -α -ο [δazmolojitéos] Ε4 : για εμπόρευμα που σύμφωνα με το δασμολόγιο υπόκειται σε πληρωμή δασμού.

[λόγ. δασμολογη- (δασμολογώ) -τέος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go