Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δασικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασικός -ή -ό [δasikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στα δάση ή που προέρχεται από αυτά: Δασική έκταση. Δασικοί δρόμοι. ~ πλούτος. Δασικά προϊόντα. Δασική οικονομία. Δασική υπηρεσία. || (ως ουσ.) ο δασικός, ονομασία κατώτερων υπαλλήλων της δασικής υπηρεσίας.

[λόγ. δάσ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. forestier]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go