Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δασάρχης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασάρχης ο [δasárxis] Ο10 : δημόσιος υπάλληλος, διευθυντής δασαρχείου.

[λόγ. δάσ(ος) + -άρχης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go