Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δαρβινικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαρβινικός -ή -ό [δarvinikós] Ε1 : που αναφέρεται στο Δαρβίνο ή στη θεωρία του για την εξέλιξη των ειδών.

[λόγ. δαρβιν(ισμός) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go