Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δανειοληπτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δανειοληπτικός -ή -ό [δanioliptikós] Ε1 : (οικον.) που αναφέρεται στη λήψη δανείου: H δανειοληπτική ικανότητα της χώρας, η φερεγγυότητα, η οποία της επιτρέπει τη σύναψη δανείου.

[λόγ. δανειολήπτ(ης) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go