Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δανειοδοτώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δανειοδοτώ [δanioδotó] -ούμαι Ρ10.9 : (οικον.) χορηγώ δάνειο σε κπ.: Tο κράτος θα δανειοδοτήσει τους αγρότες.

[λόγ. δάνει(ον) -ο- + -δοτώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go