Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δαδούχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαδούχος ο [δaδúxos] Ο18 : αυτός που σε τελετές κρατούσε την αναμμένη δάδα.

[λόγ. < αρχ. δᾳδοῦχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go