Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίπλωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίπλωση η [δíplosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διπλώνω. || (γυμν.) η κλίση του κορμού προς τα εμπρός από την όρθια θέση, έως ότου πλησιάσει ο θώρακας στα γόνατα με λαβή των αστραγάλων.

[λόγ. < αρχ. δίπλω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες