Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίμιτο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίμιτο το [δímito] Ο41 : χοντρό και πυκνοϋφασμένο βαμβακερό ύφασμα.

[ελνστ. ή μσν. δίμιτον (ενν. ύφασμα) ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. δίμιτος < δι- 1 + μίτ(ος) -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
δίμιτος, επίθ.
  • (Προκ. για ύφασμα) που υφαίνεται με δύο νήματα:
    • άλλος φορεί φουστάνι δίμιτον (Σαχλ., Αφήγ. 187
    • (το ουδ. ως ουσ.):
      • Ποίον ιμάτιον με έρραψας; Ποίον δίμιτον με εποίκες; (Προδρ. I 46).

[<δι‑ + ουσ. μίτος. Η λ. στον Ησύχ. (LBG), σε σχόλ. και Γλωσσάρ. (DGE) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες