Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δίμηνος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίμηνος -η -ο [δíminos] Ε5 : 1. που διαρκεί δύο μήνες: Δίμηνη παράταση / άδεια. || Δίμηνη διάρκεια, δύο μηνών. || (ως ουσ.) το δίμηνο, χρονικό διάστημα δύο μηνών: Εργάστηκα ένα δίμηνο. Bαθμολογία του α' διμήνου. 2. που γίνεται κάθε δύο μήνες· διμηνιαίος: Δίμηνη έκδοση. Δίμηνο περιοδικό, που εκδίδεται κάθε δύο μήνες.

[λόγ. < αρχ. δίμηνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go