Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δίμετρος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίμετρος 1 -η -ο [δímetros] Ε5 : που έχει μήκος δύο μέτρων, και ως ουσ. το δίμετρο.

[δι- 1 + μέτρ(ο) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίμετρος 2 -η -ο : 1. (μετρ.) για στίχο που αποτελείται από δύο μέτρα, από δύο μετρικούς πόδες: Aναπαιστικός / δακτυλικός ~. || (ως ουσ.) το δίμετρο. 2. (μουσ.) που εκτείνεται σε δύο μουσικά μέτρα: Δίμετρη παύση.

[λόγ. < ελνστ. δίμετρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go