Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίκαννο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίκαννος -η -ο [δíkanos] Ε5 : για όπλο που έχει δύο κάννες: Δίκαννη καραμπίνα. || (ως ουσ.) το δίκαννο, κυνηγετικό όπλο με δύο κάννες. ΦΡ βγαίνω με το δίκαννο, για να κυνηγήσω κπ., για να τον τιμωρήσω.

[λόγ. δι- 1 + κάνν(η) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες