Παράλληλη αναζήτηση
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γόνα το [γóna] Ο48 : (λαϊκότρ.) γόνατο.
[< πληθ. γόνατα του γόνατο, κατά το σχ.: πράμα - πράματα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γόνα το,
- βλ. γόνατον.
[Λεξικό Κριαρά]
- γονάτι(ο)ν το.
-
- Μέρος της πανοπλίας που καλύπτει το γόνατο:
- βραχιόνια ολάργυρα και σιδερά γονάτια (Φλώρ. 531).
[μτγν. ουσ. γονάτιον. Βλ. και LBG· πβ. ΙΛ, λ. ‑ι]
- Μέρος της πανοπλίας που καλύπτει το γόνατο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γονατιά η [γonatxá] Ο24 : (οικ.) χτύπημα με το γόνατο.
[γόνατ(ο) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γονατίζω [γonatízo] Ρ2.1α μππ. γονατισμένος : 1α. λυγίζω τα γόνατα και τα ακουμπώ κάτω, ώστε να στηρίζω το βάρος του σώματος επάνω τους: Γονάτισα για να καθαρίσω κάτω από το κρεβάτι. || πέφτω στα γόνατα σε ένδειξη σεβασμού, ικεσίας ή υποταγής: Γονάτισε μπροστά του και του φίλησε το χέρι. Ήταν γονατισμένη μπροστά στο εικόνισμα. β. κάνω κπ. να λυγίσει τα γόνατα και να τα ακουμπήσει κάτω: Ο παλαιστής γονάτισε τον αντίπαλο. 2. (μτφ.) α. καταβάλλομαι, λυγίζω κάτω από το βάρος οικονομικών ή άλλων δυσκολιών: Γονάτισε από τα πολλά βάσανα. Έχοντας γονατίσει οικονομικά, δεν μπορούσε να του προσφέρει καμιά βοήθεια. β. καταβάλλω κπ., τον κάνω να λυγίσει κάτω από το βάρος οικονομικών ή άλλων δυσκολιών: Tον γονάτισε η αρρώστια του παιδιού του.
[ελνστ. γονατίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- γονατίζω.
-
- Α´ (Μτβ.) κάνω κάπ. ή κ. να γονατίσει:
- εγονάτισεν τον Ιτσχάκ τον υγιό του και έβαλεν αυτόν απάνου εις το θεσιαστήρι (Πεντ. Γέν. XXII 9)·
- εγονάτισεν τα καμήλια αποόξω το κάστρο (Πεντ. Γέν. ΧΧΙV 11).
- Β´ Αμτβ.
- α) Πέφτω στα γόνατα από πίεση ή πόνο:
- (Ερμον. Μ 101)·
- από το σφίμα των ποδιώ τ’ άλογα εγονατίσα (Ερωτόκρ. Β´ 1614)·
- β) πέφτω στα γόνατα σε ένδειξη σεβασμού, ικεσίας ή υποταγής:
- να γονατίζουν τους υπερέχοντας και τον πάπαν (Βησσ., Επιστ. 249)·
- εδιάβη εις την τέντα του σουλτάν Μεχεμέτη και εγονάτισε ομπρός του (Χρον. σουλτ. 1045).
- α) Πέφτω στα γόνατα από πίεση ή πόνο:
[αρχ. γονατίζω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) κάνω κάπ. ή κ. να γονατίσει:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γονάτισμα το [γonátizma] Ο49 : 1. η στάση του σώματος με λυγισμένα και ακουμπισμένα τα γόνατα κάτω. || γονυκλισία. 2. (μτφ.) σωματική ή ψυχική εξάντληση.
[μσν. γονάτισμα < γονατισ- (γονατίζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γονάτισμα το.
-
- Το πέσιμο στα γόνατα:
- έκραξαν ομπροστά του: «Γονάτισμα!» (Πεντ. Γέν. XLI 43).
[<αόρ. του γονατίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Το πέσιμο στα γόνατα:
[Λεξικό Κριαρά]
- γονατιστά, επίρρ.
-
- Με γονάτισμα:
- γονατιστά του εζήτησεν να δώσει την ευχήν του (Χρον. Μορ. H 6207).
[<επίθ. γονατιστός. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- Με γονάτισμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- γονατιστός, επίθ.
-
- Που είναι πεσμένος στα γόνατα:
- Γονατιστοί στην Δέσποιναν ούτως παρακαλούσιν (Θρ. Κύπρ. 861).
[<γονατίζω. Η λ. στο LBG, στο Βλάχ. και σήμ.]
- Που είναι πεσμένος στα γόνατα: