Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γόμωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γόμωση η [γómosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γομώνω. || η ποσότητα της εκρηκτικής ύλης που είναι απαραίτητη για τη γόμωση ενός πυροβόλου όπλου: Aυξάνω / μειώνω τη ~.

[λόγ. < ελνστ. γόμω(σις) `φόρτωμα΄ -ση σημδ. γαλλ. charge]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go