Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γυψαδόρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυψαδόρος ο [jipsaδóros] Ο18 : αυτός που κατασκευάζει γύψινες διακοσμήσεις.

[γύψ(ος) -αδόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go