Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γυναικόπαιδα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυναικόπαιδα τα [jinekópeδa] Ο41 : α. γυναίκες και παιδιά. β. οι γυναίκες και τα παιδιά ως άμαχοι, σε κατάσταση πολέμου ή έκτακτης ανάγκης.

[μσν. γυναικόπαιδα < γυναίκ(ες) -ο- + παιδ(ιά) -α, πληθ. του -ο]

[Λεξικό Κριαρά]
γυναικόπαιδα τα.
  • Γυναίκες και παιδιά:
    • άνδρες και γυναικόπαιδα (Σουμμ., Ρεμπελ. 158).

[<ουσ. γυναίκες + παιδιά. Η λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go