Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γυμνασιοκόριτσο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνασιοκόριτσο το [jimnasiokóritso] Ο41 : μαθήτρια γυμνασίου, κορίτσι που φοιτά στο γυμνάσιο.

[γυμνάσι(ο) -ο- + κορίτσ(ι) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go