Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γρύλισμα το [γrílizma] Ο49 : 1. ο γρυλισμός· η φωνή του γουρουνιού. || (επέκτ.) για αντίστοιχες φωνές άλλων ζώων, που έχουν ένα χαρακτήρα υπόκωφο και απειλητικό: Άκουγε γρυλίσματα και βρυχηθμούς. 2. (μτφ., για πρόσ.) φωνή υπόκωφη και απειλητική: Mου απάντησε μ΄ ένα ~.
[λόγ. γρυλισ- (γρυλίζω) -μα]



