Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γρουσούζικος -η -ο [γrusúzikos] & γουρσούζικος -η -ο [γursúzikos] Ε5 : που φέρνει γρουσουζιά, κακοτυχία. ANT γουρλίδικος: Γρουσούζικο ποδαρικό έχει αυτό το κορίτσι!
[γρουσούζ(ης), γουρσούζ(ης) -ικος]



