Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γρουσούζικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρουσούζικος -η -ο [γrusúzikos] & γουρσούζικος -η -ο [γursúzikos] Ε5 : που φέρνει γρουσουζιά, κακοτυχία. ANT γουρλίδικος: Γρουσούζικο ποδαρικό έχει αυτό το κορίτσι!

[γρουσούζ(ης), γουρσούζ(ης) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go