Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρονθοκόπημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρονθοκόπημα το [γronθokópima] & γροθοκόπημα το [γroθokópima] Ο49 : η ενέργεια του γρονθοκοπώ· συνεχή χτυπήματα με γροθιές.

[γροθ-: γροθοκοπη- (γροθοκοπώ) -μα· γρονθ-: λόγ. επίδρ. στη λ. γροθοκόπημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες