Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γρομπαλάκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρομπαλάκι το [γrombaláki] Ο44α : (οικ.) μικρός όγκος: Είχε ένα ~ στο στήθος.

[γρόμπ(ος) -αλάκι < υστλατ.(;) *grom(us) -ος < λατ. grumus `μικρός σωρός΄ (τροπή [m > b] ;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go