Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γραφειακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γραφειακός -ή -ό [γrafiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο γραφείοI: ~ εξοπλισμός. ~ χώρος. Γραφειακά έξοδα.

[λόγ. γραφεί(ον) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες