Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γραμμόφωνο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γραμμόφωνο το [γramófono] Ο42 : φωνογράφος που παίρνει επίπεδες πλάκες και που έχει χειροκίνητο μηχανισμό.

[λόγ. < αγγλ. gram(m)o phone (σήμα κατατ.) < grammo- = γραμμο- 1 + -phone = -φωνον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go