Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γρίζα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γρίζα η.
  • Φόρεμα χρώματος γκρίζου:
    • ήτον ανυπόλυτος με μίαν γρίζαν φορημένος (Βουστρ. 13820).

[<γαλλ. gris ή <ουσ. γρίζο (βλ. ά.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go