Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γοφάρι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γοφάρι το [γofári] Ο44 : είδος ψαριού που μοιάζει με το λαυράκι.

[μσν. γομφάριον με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] υποκορ. του ελνστ. γόμφ(ος) -άριον]

[Λεξικό Κριαρά]
γοφάριν το,
βλ. γομφάριν.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go