Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γοργόν, επίρρ.· γοργό· γουργό· γουργόν.
-
- Γρήγορα:
- γοργόν ας πορπατούμε (Φορτουν. Ιντ. δ´ 163)·
- (επιτ.):
- Γοργό γοργό από λόγου μου θες δεις την πεθυμιά σου (Πανώρ. Α´ 400)·
- έκφρ. το γοργότερον = όσο γίνεται πιο γρήγορα:
- (Βελλερ., Επιστ. 625).
[ουδ. του επιθ. γοργός ως επίρρ. Οι τ. ‑ό και γουργό και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ά)]
- Γρήγορα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γοργόνα η [γorγóna] Ο25α : 1. θαλασσινό πλάσμα της νεοελληνικής λαϊκής παράδοσης με σώμα γυναίκας από τη μέση και πάνω και ψαριού από τη μέση και κάτω. || (επέκτ.) ακρόπρωρο που παριστάνει ολόγλυφη γυναικεία φιγούρα. 2. (μτφ.) γυναίκα με πολύ ωραίο σώμα.
[αρχ. Γοργώ, Γοργών, αιτ. -όνα `φτερωτό μυθολογικό τέρας΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- γοργόνη η.
-
- Δαιμονικό ον της λαϊκής παράδοσης με μορφή γυναίκας (σχετ. με την αρχ. Μέδουσα):
- Μορφήν γαρ πόρνης κέκτηται θηρίον η γοργόνη (Φυσιολ. (Legr.) 877).
[μτγν. ουσ. γοργόνη. Τ. ‑α σήμ.]
- Δαιμονικό ον της λαϊκής παράδοσης με μορφή γυναίκας (σχετ. με την αρχ. Μέδουσα):



