Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γνόφος ο.
-
- α) Σκοτεινιά, μαυρίλα:
- (Πουλολ. 553)·
- β) θύελλα, καταιγίδα:
- (Ιστ. Ηπείρ. XXXIX 6).
[αρχ. ουσ. γνόφος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- α) Σκοτεινιά, μαυρίλα:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[αρχ. ουσ. γνόφος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |