Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γνωμοδοτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γνωμοδοτικός -ή -ό [γnomoδotikós] Ε1 : που είναι αρμόδιος να γνωμοδοτεί: Γνωμοδοτική επιτροπή. Tο συμβούλιο έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα και δε δεσμεύει τις αποφάσεις της κυβέρνησης.

[λόγ. γνωμοδότ(ησις) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go