Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλυπτά
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γλυπτά, επίρρ.
  • Με τον τρόπο του γλύπτη:
    • πικρά, γλυπτά, βασανιστά τυφλώνουν τον (Διήγ. Βελ. χ 346).

[<επίθ. γλυπτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go