Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλυκόφωνος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γλυκόφωνος, επίθ.· γλυκοφώνος.
  • Που έχει γλυκιά φωνή:
    • μωροψάλτης, γλυκόφωνος (Συναδ. φ. 28r).

[<μτγν. επίθ. γλυκύφωνος (DGE, LBG). H λ. τον 6. αι. (DGE) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go