Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλυκόμηλο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλυκόμηλο το [γlikómilo] Ο41 : είδος μήλου με γλυκιά γεύση. || (επέκτ.) ώριμο και γλυκό μήλο.

[μσν. γλυκόμηλον < γλυκο- 1 + μήλο (πρβ. αρχ. γλυκύμηλον)]

[Λεξικό Κριαρά]
γλυκόμηλον το.
  • Είδος μήλου:
    • (Προδρ. II 65-5 χφ H κριτ. υπ).

[<επίθ. γλυκός + ουσ. μήλον· πβ. αρχ. γλυκύμηλον. Η λ. στο LBG (ον) και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go