Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλυκομηλιά
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γλυκομηλιά η· γλυκομηλεά.
  • Ποικιλία μηλιάς·
    • (εδώ ως προσφών. αγαπημένου προσώπου):
      • (Ερωτοπ. 270).

[<επίθ. γλυκός + ουσ. μηλιά. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go