Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκοζαχαρώνω.
-
- (Προκ. για ερωτική συνάντηση) συμπεριφέρομαι με τρυφερότητα, ερωτικά:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1153]).
[<επίρρ. γλυκά + ζαχαρώνω]
- (Προκ. για ερωτική συνάντηση) συμπεριφέρομαι με τρυφερότητα, ερωτικά:



