Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλυκογόνο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλυκογόνο το [γlikoγóno] Ο39 : (βιοχημ.) ουσία που αποτελεί συστατικό όλων των ζωικών κυττάρων.

[λόγ. < γαλλ. glycogène < gluco- = γλυκο- 2 + -gène = -γόνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go