Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκανάλατος -η -ο [γlikanálatos] Ε5 : που δεν έχει χάρη, γοητεία· άνοστος, άχαρος: ~ άνθρωπος. Γλυκανάλατα αστεία. Γλυκανάλατοι στίχοι.
[γλυκ(ο)- 1 + ανάλατος]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[γλυκ(ο)- 1 + ανάλατος]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |