Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλιτωμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλιτωμός ο [γlitomós] Ο17 : (οικ.) το αποτέλεσμα του γλιτώνω, διαφυγή από κίνδυνο, απαλλαγή από κακό· σωτηρία: Ο άρρωστος δεν έχει γλιτωμό.

[γλιτώ(νω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go