Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλαρόνι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλαρόνι το [γlaróni] Ο44 : 1. είδος γλάρου· χελιδόνι της θάλασσας. 2. ο μικρός γλάρος.

[γλάρ(ος) -όνι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go