Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλαδίολος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλαδίολος ο [γlaδíolos] Ο20 : (λόγ.) η γλαδιόλα.

[λόγ. < νλατ. gladiol(us) (στη νέα σημ.) -ος < λατ. gladiolus `σπαθάκι, γλαδιόλα΄ (ορθογρ. δαν.) (πρβ. ελνστ. γλαδίολον < λατ. gladiolum)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες