Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γλάκι το· γλάκι(ν)· γλάκιο(ν).
-
- Τρέξιμο:
- με το γλάκι μου λαγό δεν άφηνα να φύγει (Πανώρ. Δ´ 4).
[<γλακώ + κατάλ. ‑ι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Τρέξιμο:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[<γλακώ + κατάλ. ‑ι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |