Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλάκι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γλάκι το· γλάκι(ν)· γλάκιο(ν).
  • Τρέξιμο:
    • με το γλάκι μου λαγό δεν άφηνα να φύγει (Πανώρ. Δ´ 4).

[<γλακώ + κατάλ. ι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go