Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γκριζάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκριζάρω [grizáro] Ρ6α μππ. γκριζαρισμένος : γίνομαι γκρίζος: Tα μαλλιά του άρχισαν να γκριζάρουν στους κροτάφους.

[γκρίζ(ος) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go