Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γκομπλέν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκομπλέν το [goblén] Ο (άκλ.) : μονή, λοξή βελονιά πάνω σε καμβά. || κέντημα στο οποίο συνήθ. ολόκληρη η επιφάνεια του υφάσματος καλύπτεται από βελονιές γκομπλέν που σχηματίζουν διάφορες παραστάσεις: Kάδρο ~.

[λόγ. < γαλλ. gobelin < ανθρωπων. Gobelin (όν. οικογένειας κατασκευαστών)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go