Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γκαφαδόρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκαφαδόρος ο [gafaδóros] Ο18 : αυτός που κάνει συχνά γκάφες· γκαφατζής.

[γκάφ(α) -αδόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go