Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γκαζάκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκαζάκι το [gazáki] Ο44 : είδος καμινέτου που λειτουργεί με μικρή φιάλη υγραερίου.

[γκάζ(ι) -άκι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go