Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γκαζάδικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκαζάδικο το [gazáδiko] Ο41 : (λαϊκότρ.) 1. το πετρελαιοφόρο πλοίο, το τάνκερ. 2. μικρό πλοίο σε λιμάνι που τροφοδοτεί με καύσιμα τα πλοία που πρόκειται να ταξιδέψουν.

[γκάζ(ι) -άδικο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go