Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γιώνω.
-
– Βλ. και ιώ.
- Η μτχ. παρκ. γιωμένος ως επίθ. = σκουριασμένος:
- το ρινίν οπού ’τον αλειμμένον όλον με το αξούγγιον, να μη γενεί γιωμένον (Γεωργηλ., Θαν. 523).
[<ιώ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Η μτχ. παρκ. γιωμένος ως επίθ. = σκουριασμένος:



