Παράλληλη αναζήτηση
| 8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιόμα το [jóma] Ο48 : (λαϊκότρ.) το μεσημέρι: Kαι κράτησε ο πόλεμος από την αυγή ως το ~.
[αρχ. γεῦμα `γεύση, τροφή΄ > μσν. γέμα (αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ) > μσν. γιόμα `μεσημεριανό φαγητό΄, ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- γιόμα(ν) το,
- βλ. γεύμα(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιοματάρι το [jomatári] Ο44 : το καινούριο κρασί από βαρέλι που μόλις ανοίχτηκε και με επέκταση το ίδιο το βαρέλι: Bάλε μας από το ~. Άνοιξε καινούριο ~.
[μσν. γιοματάριν < υποκορ. ουδ. επιθ. γιομάτ(ο) -άρι(ον), ίσως από τη σημ.: `γεμάτο βαρέλι΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- γιοματάρι το.
-
- Βαρέλι γεμάτο κρασί:
- (Κρασοπ. V 73).
[<ουδ. του επιθ. γιομάτος + κατάλ. ‑άρι. Η λ. και σήμ.]
- Βαρέλι γεμάτο κρασί:
[Λεξικό Κριαρά]
- γιοματίζω,
- βλ. γευματίζω.
[Λεξικό Κριαρά]
- γιοματινός, επίθ.,
- βλ. γευματινός.
[Λεξικό Κριαρά]
- γιομάτος, επίθ.,
- βλ. γεμάτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιομάτος -η -ο [jomátos] Ε3 : (λαϊκότρ.) γεμάτος.
[μσν. γιομάτος < γεμάτος ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] )]



