Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γιρλάντα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιρλάντα η [jirlánda] Ο25 : πλέγμα από φυσικά ή τεχνητά άνθη και φύλλα καθώς και από χαρτί ή άλλο υλικό κομμένο σε διάφορα σχήματα, έτσι ώστε να σχηματίζονται επιμήκεις χαλαρές ταινίες για διακόσμηση εσωτερικών ή εξωτερικών χώρων: Aποκριάτικες γιρλάντες. Ο δήμος κρέμασε για τα Xριστούγεννα φωτεινές γιρλάντες στους δρόμους. || αντίστοιχο διακοσμητικό στοιχείο στη ζωγραφική ή στη γλυπτική: Στο ταβάνι υπήρχαν γύψινες γιρλάντες.

[ιταλ. ghirlanda]

[Λεξικό Κριαρά]
γιρλάντα η· γριλάντα.
  • Στεφάνι από λουλούδια:
    • άνθη γενεάς πάσης εσύδεσεν …, ωραίαν γιρλάνταν εποίκεν (Ημερολ. 99).

[<ιταλ. ghirlanda. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go