Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γιούνισεξ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιούνισεξ [júniseks] Ε (άκλ.) : (για ενδυμασία, για τρόπο ντυσίματος κτλ.) που είναι κοινός για νέους και των δύο φύλων: Σακάκι ~. || (ως ουσ.): Φοράει ~.

[λόγ. < αγγλ. unisex]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go