Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γιομίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιομίζω [jomízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) γεμίζω.

[μσν. *γιομίζω (πρβ. γιομάτος) < γεμίζω ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] )]

[Λεξικό Κριαρά]
γιομίζω,
βλ. γεμίζω.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go