Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γιομάτος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
γιομάτος, επίθ.,
βλ. γεμάτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιομάτος -η -ο [jomátos] Ε3 : (λαϊκότρ.) γεμάτος.

[μσν. γιομάτος < γεμάτος ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] )]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go